Mε αφορμή τα γενέθλια του Ρίτσου

Δημοσιεύτηκε στις Τρίτη, 02 May 2017 10:44

Γράφτηκε με αφορμή τα γενέθλια του Ρίτσου, από καλή φίλη της σελίδας μας.

Τι είναι τελικά «πρωτοπορία» στην τέχνη; 

«Το καπνισμένο τσουκάλι» είναι ένα ποίημα που ο Ρίτσος έγραψε την περίοδο 1948-49, όταν ήταν πολιτικός εξόριστος στο Κοντοπούλι της Λήμνου.  Στην διάδοση του ποιήματος συνέβαλε και η μελοποίησή του από το Χρήστο Λεοντή το 1973. Βέβαια, από τα σχολικά βιβλία απουσιάζει οποιοδήποτε απόσπασμα από το «καπνισμένο τσουκάλι».  Αφού η αστική δημοκρατία τους δεν μπόρεσε να αποσιωπήσει την ποίηση και την προσωπικότητα του Ρίτσου, προτίμησε να μείνει στη μνήμη των μαθητών ως ο ποιητής της Ρωμιοσύνης και όχι ως ο εξόριστος ποιητής, ως ο αριστερός ποιητής και όχι ως ο κομμουνιστής ποιητής.  Τελοσπάντων, ας προχωρήσουμε, αφού δεν είναι ακριβώς αυτό το θέμα του σημερινού κειμένου. Στο συγκεκριμένο ποίημα ο Ρίτσος κάνει αναφορά, όπως είναι φυσικό, στη ζωή των πολιτικών κρατουμένων και στον αγώνα τους να σταθούν όρθιοι και να μη λυγίσουν.  Ανάμεσα σ’ αυτά, όμως, αναφέρεται και στο ρόλο της τέχνης και του καλλιτέχνη ειδικότερα. Είναι γνωστοί οι στίχοι:

«Εμείς, αδελφέ μου, δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε από τον κόσμο

Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο»

Εκτός  όμως από τους  παραπάνω στίχους, υπάρχουν και οι ακόλουθοι λιγότερο γνωστοί από το ίδιο ποίημα:

«Και όχι να πείτε πως έκανα και τίποτα σπουδαίο

Μόνο που πέρασα και ακούμπησα στον τοίχο που ακουμπήσατε, συντρόφια μου,

Μόνο που διάβασα στα τμήματα μεταγωγών τα ονόματα των ηρώων

και των μαρτύρων μας

Μόνο που φόρεσα τις ίδιες χειροπέδες που φορέσατε

Μόνο που πόνεσα μαζί σας και ονειρεύτηκα μαζί σας

Μόνο που σε βρήκα και με βρήκες σύντροφε»

Με άλλα λόγια,  ο Ρίτσος με αυτούς του τους στίχους λέει πως αρνείται κάθε άλλο έπαινο, εκτός από τον έπαινο ότι φυλακίστηκε και βασανίστηκε για την ιδιότητα του κομμουνιστή. Και εδώ να θυμηθούμε πως για το Ρίτσο ήταν που είπε ο Παλαμάς  «να παραμερίσουμε, ποιητή, για να περάσεις».  Από όλα όσα έγραψε και είπε, δηλαδή, εκείνος θεωρεί  (και αυτό κάπως σπουδαίο)  ότι φόρεσε χειροπέδες για τις ιδέες του. Και ενώ στην καλλιτεχνική έκθεση που γίνεται αυτό τον καιρό στην Αθήνα με τίτλο «documenta 14) αναζητούν την πρωτοπορία στην τέχνη στην απεικόνιση πρώην πορνοστάρ να ερωτοτροπούν με γλάστρες και φυτά, ο Ρίτσος λέει πως το πραγματικό νόημα της πρωτοπορίας στην ποίηση και γενικότερα στην τέχνη είναι να εκφράζεις μέσα από αυτή ό,τι πιο πρωτοπόρο έχει η κοινωνία.

Κι αν οι επίδοξοι πρωτοπόροι καλλιτέχνες δεν πείθονται από έναν κομμουνιστή ποιητή, να τους θυμίσουμε ότι το ίδιο ακριβώς με το δικό του τρόπο λέει και ο Καβάφης στο ποίημά του «νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ). Σε αυτό παρουσιάζονται 5 πλούσιοι νέοι να διασκεδάζουν σε ένα σπίτι στη Σιδώνα (φοινικική πόλη, σήμερα πόλη του Λιβάνου).  Η διασκέδασή τους περιλαμβάνει και την εμφάνιση ενός ηθοποιού, ο οποίος του απαγγέλει στα ελληνικά αρχαία ποίηση. Ανάμεσα σε όσα τους διαβάζει είναι και ένα επίγραμμα που έγραψε ο μεγάλος Αθηναίος ποιητής Αισχύλος, ο ποιητής του « Προμηθέα» και των «Περσών». Αυτό το ποίημα, σύμφωνα με την παράδοση, θέλησε ο ποιητής να χαρακτεί στην επιτύμβια στήλη που θα τοποθετούνταν πάνω από τον τάφο του και έτσι έγινε. Το ποίημα έλεγε τα εξής:   

Ασχύλον Εφορίωνος θηναον τόδε κεύθει

μνμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·

λκν δ εδόκιμον Μαραθώνιον λσος ν εποι

κα βαρυχαιτήεις Μδος πιστάμενος.

Δηλαδή, σε μετάφραση:

Τον Αισχύλο, τον γιο του Ευφορίωνα, τον Αθηναίο,

που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα, σκεπάζει τούτο το μνήμα·

για την πολυθρύλητη ανδρεία του ας μιλήσει το δάσος του Μαραθώνα

και ο Μήδος με τη μακριά χαίτη  που τη γνώρισε.

Με άλλα λόγια, και ο μεγάλος ποιητής Αισχύλος θεώρησε ως το πιο σημαντικό έργο της ζωής του ότι μαζί με  άλλους ανώνυμους Αθηναίους που αποτελούσαν την οπλιτική φάλαγγα πολέμησε τους Πέρσες στο Μαραθώνα.

Τότε, λέει ο Καβάφης ένα παιδί «φανατικό για γράμματα», ένα παιδί μιας άλλης εποχής που αδυνατούσε να καταλάβει το πολύ απλό, ότι πρωτοπορία στην τέχνη δεν είναι  να προσπαθείς να ξεχωρίσεις από τον κόσμο, αλλά να προσπαθείς να σμίξεις τον κόσμο, πετάχτηκε και είπε τα εξής: 

«A δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.

Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.

Δώσε — κηρύττω — στο έργον σου όλην την δύναμί σου,

όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου

μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.

Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.

Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις

της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό —

τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,

τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,

τι Επτά επί Θήβας— και για μνήμη σου να βάλεις

μ ό ν ο  που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό

πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Aρταφέρνη

Αλλά βλέπετε  οι μεγάλοι ποιητές και οι μεγάλοι καλλιτέχνες δεν είναι παρά ένα απλό, πήλινο καπνισμένο τσουκάλι που τραγουδάνε ήσυχα και απλά για να σμίξουνε τον κόσμο.